ουρηθροσκοπικός

ουρηθροσκοπικός
-ή, -ό [ουρηθροσκοπία]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ουρηθροσκοπία ή στο ουρηθροσκόπιο («ουρηθροσκοπική εξέταση»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ουρηθροσκοπικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ουρηθροσκόπηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”